εργοχειράρης

εργοχειράρης
ἐργοχειράρης και ἐργοχειριάρης, ὁ (Μ)
τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρ + κατάλ. -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”